ανταλλακτικό

ανταλλακτικό
yedek parça

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανταλλακτικό — (συνήθως ανταλλακτικά). Κάτι που φυλάσσεται ως απόθεμα για να χρησιμοποιηθεί όταν υπάρχει ανάγκη. Αντικαθιστά άλλο όμοιο αντικείμενο όταν αυτό φθαρεί. Συνήθως αναφέρεται σε εξαρτήματα μηχανών (αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, ποδηλάτου, τρακτέρ, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • ενάλλαγμα — το (AM ἐνάλλαγμα) το αποτέλεσμα τού εναλλάσσω, αυτό που χρησιμοποιείται για να αναπληρώσει άλλο, αυτό που τίθεται αντί για άλλο, το ανταλλακτικό αρχ. στον πληθ. τὰ ἐναλλάγματα αρσενοκοιτίες …   Dictionary of Greek

  • ρεζέρβα — η, Ν 1. εφεδρεία, κάτι που φυλάγεται για εφεδρική χρήση 2. ανταλλακτικό, κυρίως λάστιχο αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. riserva < λατ. reservo «διατηρώ, αποταμιεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συναλλακτεύω — Μ [συναλλακτής] κάνω ανταλλακτικό εμπόριο …   Dictionary of Greek

  • τορνευτός — ή, ό / τορνευτός, ή, όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, ή, όν, Α [τορνεύω] επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.) νεοελλ. αυτός που έχει ωραίες γραμμές και… …   Dictionary of Greek

  • φυσίγγιο — το, Ν 1. πυρομαχικά πολεμικού ή κυνηγετικού όπλου, που περιλαμβάνει, σε ενιαίο σύνολο, βλήμα και προωθητική γόμωση, εγκλεισμένα σε περίβλημα ή σε κάλυκα εφοδιασμένον με εμπύρευμα 2. (ηλεκτρολ. τεχνολ.) ανταλλακτικό στοιχείο αποζεύκτη κυκλώματος… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ανταλλακτικός, -ή — ό 1. αυτός που γίνεται με ανταλλαγή: Το παλαιότερο εμπόριο ήταν το ανταλλακτικό. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ανταλλακτικά εξαρτήματα που χρησιμεύουν για την αντικατάσταση άλλων όμοιων φθαρμένων: Είναι εισαγωγέας ανταλλακτικών αυτοκινήτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόμισμα — το, ατος 1. το χρήμα σε κέρματα ή σε χαρτί που κυκλοφορεί σ ένα κράτος, ως ανταλλακτικό μέσο: Η κυκλοφορία του νομίσματος είναι περιορισμένη στην αγορά. 2. Τα διάφορα νομίσματα ή η νομισματική μονάδα μιας χώρας: Υποτιμήθηκε το νόμισμα της Αγγλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”